- εντεροχορδή
- η мед. кетгут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντεροχορδή — η ζωικό ράμμα από έντερο ζώου που χρησιμοποιείται σε ενδοσωματικές ραφές («cat gut») … Dictionary of Greek